παλιναίρετος

παλιναίρετος
παλιναίρετος, -ον (Α)
1. (για δημόσιο άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε πάλι
2. (για οικοδόμημα) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου
3. (κατά το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμένα
φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον... αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῡντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αἱρετός (< αἱροῦμαι «εκλέγομαι»), πρβλ. αυθ-αίρετος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλιναίρετος — removed from office and re elected masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιναίρετον — παλιναίρετος removed from office and re elected masc acc sg παλιναίρετος removed from office and re elected neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιναιρέτους — παλιναίρετος removed from office and re elected masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιναίρετα — παλιναίρετος removed from office and re elected neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιναίρετοι — παλιναίρετος removed from office and re elected masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”