- παλιναίρετος
- παλιναίρετος, -ον (Α)1. (για δημόσιο άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε πάλι2. (για οικοδόμημα) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου3. (κατά το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμέναφευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον... αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῡντα».[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αἱρετός (< αἱροῦμαι «εκλέγομαι»), πρβλ. αυθ-αίρετος].
Dictionary of Greek. 2013.